ὀπισθοβαρεῖς

ὀπισθοβαρεῖς
ὀπισθοβαρής
loaded behind
masc/fem acc pl
ὀπισθοβαρής
loaded behind
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπισθοβαρής — ές (Α ὀπισθοβαρής, ές) φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος αρχ. 1. μτφ. αυτός τού οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”